- τοξόκλυτος
- τοξό-κλῠτος, ον,A famed for archery, Pi.Fr.312, B.10.39.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τοξόκλυτος — famed for archery masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τοξόκλυτος — ον, Α αυτός που είναι ξακουστός για το τόξο του, για τις ικανότητές του στην τοξοβολία. [ΕΤΥΜΟΛ. < τόξον + κλυτός «ονομαστός, ένδοξος» (< κλύω)] … Dictionary of Greek